σαβύττης

σαβύττης
σάβυττα
a fashion of cutting hair
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σάβυττος — και σαβύττης, ὁ, Ν (κατά τον Ησύχ.) α) «τρόπος κουρᾱς τῆς κόμης» β) «τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Η λ. μπορεί πιθ. να συνδεθεί με τους τ. βυττός «γυναικείο αιδοίο» ή σαβαρίχις «γυναικείο αιδοίο» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”